-
1 συνοχεύς
A one that holds together,ὁ τῶν ἐνύλων εἰδῶν σ. θεός Jul.Or.5.165d
, cf. Procl. in R.2.307K., al.: pl., maintainers, a certain order of gods in Neo-Platonism, Id.in Prm.p.494S., Dam. Pr.96.2 generally, one who holds the loyalty of others,ἄνθρωπος σ. καὶ ἑνωτικός Horap.2.116
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνοχεύς
-
2 ἀπεργασία
ἀπεργ-ᾰσία, ἡ,A finishing off, completing, of painters,πρὸς τὴν ἀ. τὴν τῶν εἰκόνων Pl. Prt. 312d
; execution, workmanship, Arist.Po. 1448b18.II causing, producing,ἀ. χάριτος καὶ ἡδονῆς Pl.Grg.4.62c
; ἔργου, ὑγιείας, Euthphr. 13d, 13e;ἐνύλων εἰδῶν Iamb.Comm.Math.9
.V efficacy,ἡ ἐν ταῖς θυσίαις ἀ. Iamb.Myst.5.8
, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπεργασία
См. также в других словарях:
συνοχέας — ο / συνοχεύς, έως, ΝΜΑ [συνέχω] νεοελλ. 1. καθετί που προσδίδει συνοχή, που συγκρατεί 2. βοτ. ο λεπτός σύνδεσμος από παρεγχυματικό ιστό που συνδέει τους γυρεοσακους τού ανθήρα, στον στήμονα τού άνθους τών αγγειόσπερμων φυτών 3. φυσ. φωρατής… … Dictionary of Greek